- κάβα
- η1) винный погреб; винный склад; 2) наименьшая ставка (в азартных играх)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάβα — η (λ. ιταλ.), αποθήκη οινοπνευματωδών ποτών: Υπάρχουν στην κάβα πολύ παλιά κρασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καβα(ν)τζάρω — καβα(ν)τζάρω, καβα(ν)τζάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κάβα — (Αστρον.). Αστεροειδής, που επισημάνθηκε στις 21 Αυγούστου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,0 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 8,61. Η διεθνής ονομασία του είναι Cava 505. * … Dictionary of Greek
Protected Geographical Status — Protected Designation of Origin (PDO), Protected Geographical Indication (PGI) and Traditional Speciality Guaranteed (TSG) are geographical indications, or more precisely regimes within the Protected Geographical Status (PGS) framework [… … Wikipedia
Markos Sklivaniotis — (Greek: Μάρκος Σκληβανιώτης) is a Greek writer and a poet. He was born in Patras, Greece, 1954. He studied chemical engineering in Aristotelion University of Thessaloniki and following that he was engaged in research in the University of Leeds,… … Wikipedia
Weinbau in Griechenland — Byzantinisches Relief „CΕΠΤΕΜΡHΟC“ (September), 10.–11. Jhd. Der Weinbau in Griechenland hat eine lange, in die Antike zurückreichende Tradition. Während der Zeit des Byzantinischen Reichs, spätestens mit der Zugehörigkeit Griechenlands zum… … Deutsch Wikipedia
οιναποθήκη — η αποθήκη κρασιού, κάβα, χώρος κτηρίου ή κτήριο για αποθήκευση κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἀποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ε. Πονηρόπουλο] … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… … Dictionary of Greek
Σαλέρνο — (Salerno). Πόλη (περ. 151.398 κάτ.) της Ιταλίας στην Καμπανία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια ακτή του ομώνυμου κόλπου, που βρίσκεται ανάμεσα στην Καμπανέλα και τη Λικόζα (υψόμ. 4). Το κέντρο της απλώνεται σε… … Dictionary of Greek